ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΒΙΒΛΙΟΥ
«Το παιδί με τα πράσινα μάτια», «Ο Νικολός» του Νίκου Μότσιου
Διαβάζοντας το βιβλίο του Νίκου Μότσιου, «Το παιδί με τα πράσινα μάτια, «Ο Νικολός», στο νου μου, ήρθε αυθόρμητα, χωρίς προηγούμενη σκέψη και μ άγγιξε βαθιά, το τραγούδι του στιχουργού Λευτέρη Παπαδόπουλου, που έγραψε τη μουσική του, ο Μάνος Λοΐζος και ερμήνευσε με την υπέροχη φωνή του, ο Γιώργος Νταλάρας, «Αχ, χελιδόνι μου». Η στιχουργία, νοηματικά, συνταυτίζεται με την πλοκή των διηγήσεων του βιβλίου.
Ο Νικολός είναι ο ξεριζωμένος, ο μέτοικος, λόγω των πολιτικών φρονημάτων του . Από μικρό παιδί βρίσκεται στη δίνη των ανέμων της τύχης κι όταν αυτοί φουσκώνουν, τότε οι αδίστακτοι, εμφύλιοι ανεμοστρόβιλοι τoν σηκώνουν και τον στριφογυρίζουν στις βουνοκορφές της Πίνδου. Μαχητής δέκα πέντε χρονών. Τραυματίζεται τρεις φορές. Την τρίτη φορά πολύ σοβαρά! Δυο χρόνια πόλεμος. Δεκαέξι χρονών και παίρνει, λόγω ανδρείας, το βαθμό του ανθυπολοχαγού του Δημοκρατικού Στρατού. Οι ξεριζωτικοί άνεμοι του κατατρεγμού ακόμη και βαριά τραυματισμένο τον σηκώνουν, τον παίρνουν από την πατρίδα και τον μεταφέρουν μακριά, εκεί όπου καταλαγιάζει η σκληρότητα τους, στη Ρουμανία. Περιπετειώδη ζωή, που ακόμη και ο πιο ευφάνταστος μυθοπλάστης δεν θα μπορούσε να εμπνευστεί παρόμοια και να μας διηγηθεί καλύτερα από τούτη την αφήγηση, όπου ο πραγματικός σεναριογράφος είναι η ίδια η ζωή!..
Σκληρό το χωμάτινο στρώμα και χωρίς σεντόνι η μαλλιαρή, λίγο το ψωμί και προσαρμοσμένο το στομάχι στη λιτοδίαιτη ζωή. Άνθρωποι, ζώα και βλάστηση σε μια συνεκτική ενότητα στο χωριό, στην εποχή του 40. Εκτεθειμένοι στους καταποντισμούς, στους αγέρηδες, στους κεραυνούς και στις παγερές ημέρες του Χειμώνα, που το κρύο εισχωρούσε κάτω από τα μάλλινα τσουράπια και τη σκούτινη φορεσιά τους. Και μαζί μ όλα αυτά και ο πόλεμος και ιδιαίτερα ο εμφύλιος πόλεμος, που έπαιρνε τις πιο παραγωγικές ηλικίες και πολλαπλασίαζε την ανέχεια και την πείνα. Και ακόμη πιο ανατριχιαστική η είδηση για τους αδικοσκοτωμένους (πατέρας, αδελφός, συγγενής, φίλος συγχωριανός) μια είδηση που έβγαζε κραυγή, και καταγραφόταν με πένθος σε όλη την υπόλοιπη ζωή. (εδώ, με μια λιτή στιχοπλοκή, ο Απόστολος Καλδάρας, καταγράφει τα βάσανα των κατατρεγμένων, «τι να θυμηθώ τι να ξεχάσω» που ερμηνεύει με την αισθαντική του φωνή ο Γιώργος Νταλάρας )
Ο ξεριζωμός από τον Τόπο του, το Σνίχοβο, που γεννήθηκε και έζησε μέχρι τα 13 του χρόνια, τον τόπο, όπου έκανε τα πρώτα του όνειρα, και συνάμα η πολύχρονη πολιτική του εξορία, συσσώρευσαν μέσα του νοσταλγία και συναισθήματα που σχημάτισαν βουνά αγάπης για την πατρίδα του, βουνά αμετακίνητα, που δεν μπορεί καμία γεωλογική μεταβολή να μεταβάλλει τον όγκο τους!… O Νίκος αγάπησε και συνταυτίστηκε με το Σνίχοβο και το Σνίχοβο πήρε το δρόμο της συγγραφικής διαχρονικότητας μέσα από τη συγγραφή του Νίκου.
Ξεφυλλίζοντας τις σελίδες του βιβλίου νιώθεις μια πλημμυρίδα συγκίνησης να ανεβαίνει, ως τις κορυφές του λογισμού. Νιώθεις έναν χείμαρρο ορμητικό και ασυμμάζευτο να την τροφοδοτεί. Έναν χείμαρρο από λέξεις που πλημμυρίζει τις σελίδες και απομακρύνει τον απατηλό χρόνο. Ο απατηλός χρόνος, αμβλύνει στο πέρασμά του και τα πιο αιχμηρά γεγονότα. Κάτω από τη ροή του ισοπεδώνονται και χάνουν τη σημασία τους, την αξία τους και σημαντικές, ακόμη, ιστορικές στιγμές. Και μόνο τότε, όταν η αφήγηση αποτυπώνεται στο χαρτί, παίρνει την ανεξίτηλη μορφή της! Έτσι δημιουργούνται αναχώματα μνήμης. Έτσι αναχαιτίζεται η λησμονιά, όπου ο πεζοπόρος νους καταφέρνει και σκαρφαλώνει στα αναχώματα και θωρεί βαθύτερα στο μέλλον. Αυτός που θωρεί βαθύτερα στο μέλλον, έχει γεμάτα τα δισάκια του, και με απλοχεριά μοιράζει, ακόμη και στις κλειστές πόρτες των αρνητών, την καταγωγική κουλτούρα των προγόνων του!…
Έτσι και ο συγγραφέας του βιβλίου, πήρε κι έγραψε για τις συνθήκες των χρόνων της νιότης του στο Σνίχοβο. Ταξινόμησε τις σκόρπιες μνήμες του και μας τις άφησε ως παρακαταθήκη!
Όταν η μετάβαση από ηλικία σε ηλικία, η ενηλικίωση, δεν γίνεται ομαλά, και γίνεται βίαια, τυραννικά, τότε ο νους επιλεκτικά στέκεται στα πιο ειρηνικά και αθώα χρόνια, στα χρόνια της πρώτης νιότης, τα παιδικά, και αυτά, τότε, μεγεθύνονται και αποκτούν εκτόπισμα μεγάλο και μονοπωλούν τις αφηγήσεις για τη ζωή. Ζει με τις αναμνήσεις του, αναπνέει κάτω από το φτερούγισμα τους. Βρίσκεται ξανά και ξανά, σε κάθε απόδραση του από την καθημερινότητα, στις γειτονιές του Σνιχόβου, στην χωμάτινη πλατεία, στις στάνες και τους βοσκότοπους, στον ιχθυόγεμο Βενέτικο και στους χωραφόδρομους της μνήμης. Ανηφορίζει τους λόφους των αναμνήσεων και ατενίζει τα ηλιοβασιλέματα. Θωρεί την μπάμπω Χρύσω να ανοίγει φύλλο για χορτόπιτα και τον παππού του, τον Νικολό, καβάλα στ άλογο να έρχεται από τη στάνη. Αναθυμάται τα παιδικά παιχνίδια και τους παιδικούς καυγάδες. Και γεμίζει γλυκασμούς από τους πλατωνικούς του έρωτες!… Εικόνες και πράξεις που στοίχειωσαν μέσα του!… Αυτή τη φορά, η επιστροφή αντιστέκεται στη φθορά, στην απώλεια και στον θάνατο, είναι η τροφός του για τη ζωή και τη δημιουργική αποτύπωση της. Γυρίζει, μέσα από την αφήγηση, στη δική του Ιθάκη… Ο μέτοικος
Κάποιες φωτογραφίες που είναι διανθισμένες στις σελίδες του βιβλίου, φαίνονται φειδωλές μπροστά στις νοητικές εικόνες που με ρωμαλέο εικονοπλαστικό σθένος μας δίνουν οι απέριττες περιγραφές του. Η δύναμη της γλώσσας στο θυμικό μας, είναι η πεμπτουσία της λογοτεχνίας και η ουσία του πολιτισμού μας. Εξάλλου η εικόνα , όπως όλοι γνωρίζουμε, έπεται του λόγου.
Το βιβλίο χωρίζεται σε 35 μικρές διηγήσεις, όπου κάθε διήγηση έχει τη δική της αυτοτέλεια, ήτοι, το δικό της περιγραφικό και νοηματικό περιεχόμενο. Όλες μαζί όμως, οι διηγήσεις συνδέονται, και πλάθουν ανάγλυφα την προσωπικότητα του Νικολού. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί πότε την πρωτοπρόσωπη αφήγηση, όταν ο ίδιος, ο πρωταγωνιστής, με αμεσότητα αυτοβιογραφείται, και πότε την τριτοπρόσωπη αφήγηση, όταν ο συγγραφέας αναλαμβάνει να εξιστορήσει γεγονότα που αφορούν τον πρωταγωνιστή, ώστε να έχουμε, με επιμελή προσπάθεια, την αποσόβηση κάθε ανύποπτης εγωκεντρικής αυτοαναφοράς. Σε όλο το βιβλίο υπάρχει μια ρέουσα αφηγηματική απλότητα και μια απαλότητα που σε κερδίζει, ώστε να συνεχίσεις να το διαβάζεις μέχρι και την τελευταία παράγραφο του επιλόγου. Σε κάποιες διηγήσεις με την απλότητα που τον χαρακτηρίζει διεισδύει στον τρόπο οργάνωσης της κοινωνίας του χωριού και στον ψυχισμό των συγχωριανών του και με μια εύθυμη απαλότητα περιγράφει τη λειτουργία της πατριαρχικής οικογένειας, την κλεψιά ως προτέρημα του πολύφερνου γαμπρού, και την ακόρεστη λίμπιντο η οποία δημιουργούσε απίστευτες σκωπτικές καταστάσεις. Δεν υπάρχει ο πιεστικός καταναγκαστικός λόγος της υποχρέωσης, αλλά μια προσέγγιση χαρακτηριστικής άνεσης, ωσάν να αφηγείται αβίαστα, αυτά που τον συγκίνησαν περισσότερο, ως ένας ειλικρινής, χωρίς παραμυθίες, αφηγητής. Ένας αφηγητής που χωρίς ψελλίσματα και χωρίς ωραιοποιήσεις καταγράφει, παράλληλα, και την δική του συμμετοχή στη δημιουργία γεγονότων που άφησαν μνήμη στην αφήγηση της περιόδου. Ο Νικολός, ξεχώριζε, όχι μόνο για τα πράσινα μάτια του αλλά περισσότερο για τις ματσαραγκιές και τον ατίθασο χαρακτήρα του, πράγμα που τον οδηγεί σε ποικίλες ιστορίες οι οποίες επισύρουν και πάμπολλες τιμωρίες από τους γονείς του. Είναι ο οργανωτής των παιχνιδιών και ο πιο άφοβος των επιπτώσεων, είναι ένας φυσικός ηγέτης… Οι συνομήλικοί του αλλά ακόμη και μεγαλύτερα παιδιά τον αποδέχονται ως αρχηγό στην οργάνωση των αετόπουλων της ΕΠΟΝ.
Ξεκλειδώνοντας τις αξίες της γραφής θα σταθούμε ευλαβικά όταν διακρίνουμε μέσα από τις σκιές των λέξεων τα πολύτιμα εκείνα πετράδια που κρύβονται στη ροή της ανάγνωσης. Πολύτιμα πετράδια που έχουν την λογοτεχνική τους αξία, το λαογραφικό τους βάρος και σπινθηρίζουν ως λέξεις με τη λάμψη του ιδιόλεκτου της ντοπιολαλιάς. Ένας θησαυρός. Ένας περιγραφικός θησαυρός για τα ήθη τα έθιμα, τους θρύλους, τα παραμύθια και τις δοξασίες του μικρού χωριού. Θησαυροί που θα ανατρέχουν, οι λαογράφοι του μέλλοντος, για να βρουν μέσα από την αμεσότητα της αφήγησης, για τη ζωή στο προπολεμικό Σνίχοβο.
Εκεί στο Σνίχοβο, για όσους έχουν διαβάσει το βιβλίο, στο σπίτι του Βαγγέλη Μότσιου, στο ντουλάπι, που κάηκε από τη φωτιά που βάλανε οι Μπουραντάδες, ακόμη υπάρχουν καλά φυλαγμένα τα ζαχαράτα, που φύλαγε η μπάμπω Χρύσω για τους μουσα φιραίους. Πώς να ξεχάσεις τη διπλή γλυκιά γεύση τους, μία αυτής της ζάχαρης και η άλλη αυτή της κρυφής ικανοποίησης. Μαζί με το ντουλάπι και το σπίτι των Μοτσαίων κάηκε και η συνέχεια της παιδικής ηλικίας, στο Σνίχοβο. Κάηκε αφού η ενηλικίωση ήρθε άγρια και απαιτητική σε τόπους μακρινούς, αλλά, έμεινε η μνήμη, όπως τα ζαχαράτα να γλυκαίνουν τον συγγραφέα, όταν έκλεβε χρόνο από τη συνεχή προσπάθεια για να βελτιώσει τη ζωή του, ώστε να γίνει πραγματικότητα το τάξιμο στον εαυτό του, όταν κρυβόταν κάτω από τις φυλλωσιές των δέντρων: «Νικόλα πρέπει να ξεπεράσεις αυτά τα εμπόδια και να βγεις στο ξέφωτο». Σ΄ ένα ξέφωτο, που να μην το σκιάζει τίποτα, να φαίνεσαι παράλληλα από παντού, γιατί δεν έχεις να φοβηθείς τίποτα και να στέλνεις πλημμυρισμένος από χαρά ως παρακαταθήκη στην Ιστορία, στη Λαογραφία, στον Πολιτισμό και στο Σνίχοβο, τη μεγάλη σου αγάπη, τη συγγραφική σου δημιουργία!
Ζαγκανίκας Σίμος